δικόρυφος

δικόρυφος
-η, -ο και δίκορφος, -η, -ο (AM δικόρυφος, -ον)
1. (για βουνά και λόφους) αυτός που έχει δύο κορυφές
2. όποιος έχει δύο κορυφές, χαρακτηριστικό σχήμα από τη διεύθυνση τών τριχών στο κεφάλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δικόρυφος — two peaked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικόρυφον — δικόρυφος two peaked masc/fem acc sg δικόρυφος two peaked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικορύφων — δικόρυφος two peaked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικόρυφα — δικόρυφος two peaked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικόρυφοι — δικόρυφος two peaked masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”